- ακρολιμνιά
- η берег озера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρολιμνιά — η η άκρη της λίμνης: Στην ακρολιμνιά συνήθως φυτρώνουν καλάμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρολιμνιά — η η άκρη, η όχθη τής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λίμνη, αναλογικά προς λ. όπως: ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακροποταμιά] … Dictionary of Greek
ακροπελαγιά — η ακροθαλασσιά, γιαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροπέλαγος ο μεταπλασμός σε ιά κατά τα ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακρολιμνιά] … Dictionary of Greek
ακροχωραφιά — η η άκρη τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + χωράφι η λ. σχηματίζεται αναλογικά προς τα: ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά ακρολιμνιά, ακροπελαγιά, ακροποταμιά] … Dictionary of Greek